προσυλλογιζομαι

προσυλλογιζομαι
    προσυλλογίζομαι
    προ-συλλογίζομαι
    умозаключать с помощью просиллогизма Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προσυλλογιζομαι" в других словарях:

  • προσυλλογίζομαι — ΝΑ 1. χρησιμοποιώ προσυλλογισμό 2. συμπεραίνω με προσυλλογισμό νεοελλ. συλλογίζομαι, σκέπτομαι κάτι εκ τών προτέρων («έπρεπε να τό έχει προσυλλογιστεί») …   Dictionary of Greek

  • προσυλλογιζόμεθα — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres ind mp 1st pl προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογίζεσθαι — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογίζεται — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογίζωνται — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογισμός — ο, ΝΑ [προσυλλογίζομαι] (λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση τού επομένου …   Dictionary of Greek

  • προσυλλογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός nou ανήκει ή αναφέρεται σε προσυλλογισμό 2. αυτός που έχει χαρακτήρα προσυλλογισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυλλογίζομαι / προσυλλογισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»